ηλιοθεραπεία — η έκθεση του σώματός μας στον ήλιο: Καταλληλότερη εποχή για ηλιοθεραπεία είναι το καλοκαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
ηλιοθεραπευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλιοθεραπεία … Dictionary of Greek
κλιματοθεραπεία — Η αξιοποίηση των καιρικών συνθηκών για θεραπευτικούς και προληπτικούς σκοπούς. Την κ. και την κλιματοπροφύλαξη, δηλαδή τη βελτίωση της υγείας που επιδιώκεται με την έκθεση του οργανισμού στις κατάλληλες καιρικές συνθήκες, διερευνά η ιατρική… … Dictionary of Greek
άμμος — άμμος, η και άμμος, ο και άμμο, η 1. το από μικρούς κόκκους χώμα που σκεπάζει κυρίως τις παραλίες και το βυθό της θάλασσας: Ξάπλωσαν στην άμμο κι έκαναν ηλιοθεραπεία. 2. μεγάλο πλήθος: Ρωτάς αν ήταν κόσμος· άμμος! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλιόλουτρο — το ηλιοθεραπεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σοκολατένιος, -ια, -ιο — 1. φτιαγμένος από σοκολάτα: Αγόρασε ένα σοκολατένιο αβγό. 2. σοκολατής: Με την ηλιοθεραπεία το δέρμα της έγινε σοκολατένιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσικοθεραπεία — η θεραπευτική αγωγή που χρησιμοποιεί τα στοιχεία της φύσης για θεραπευτικούς σκοπούς, π.χ. αεροθεραπεία, ηλιοθεραπεία, υδροθεραπεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)